Ο ηλεκτροβελονισμός είναι μία μέθοδος που εφαρμόζεται ευρέως τα τελευταία χρόνια στην κλινική πράξη, ενισχύοντας τα αποτελέσματα του κλασικού βελονισμού. Στον ηλεκτροβελονισμό οι βελόνες , αφού τοποθετηθούν στα σημεία βελονισμού που έχουν επιλεγεί, διαμέσου ηλεκτροδίων συνδέονται με μια ειδική συσκευή, από την οποία παράγεται ηλεκτρικό ερέθισμα ελεγχόμενης συχνότητας και έντασης. Οι συσκευές αυτές χρησιμοποιούν σαν πηγή ενέργειας εναλλασσόμενο ρεύμα χαμηλής τάσης (3-15 V). Ανάλογα με τις ηλεκτρικές παραμέτρους που χρησιμοποιούμε και τα σημεία βελονισμού που εκλεκτικά διεγείρουμε, μπορούμε να επιτύχουμε αναλγητική, μυοχαλαρωτική, αγχολυτική, αντικαταθλιπτική ή άλλη δράση.
Σημαντικές παράμετροι του ηλεκτροβελονισμού είναι η συχνότητα και η ένταση. Οι χαμηλές συχνότητες (2 Hz) προκαλούν την απελευθέρωση ενδορφινών στον εγκέφαλο, με αποτέλεσμα βραδεία επίτευξη διάχυτης αναλγησίας και μεγάλη διάρκεια του αναλγητικού αποτελέσματος. Οι υψηλές συχνότητες (100 - 200 Hz) προκαλούν την απελευθέρωση δυνορφινών στο νωτιαίο μυελό, με αποτέλεσμα ταχεία αλλά τοπική αναλγητική δράση, μικρής διάρκειας. Ενδιάμεσες συχνότητες (15 Hz) προκαλούν την ταυτόχρονη απελευθέρωση ενδορφίνης και δυνορφίνης. Σχεδόν σε όλες τις παθήσεις που εφαρμόζεται ο κλασικός βελονισμός μπορεί να εφαρμοστεί και ο ηλεκτροβελονισμός, κυρίως όμως στην αντιμετώπιση του οξέως και χρόνιου πόνου (π.χ αυχενικό σύνδρομο, νευραλγία τριδύμου, οσφυαλγία, παρέσεις νεύρων κ.λ.π), πρόσφατα δε και στην ιατρική αισθητική (θεραπεία ρυτίδων, λιπόλυση).
Η διάρκεια κάθε συνεδρίας ηλεκτροβελονισμού καθορίζεται από τη νόσο που αντιμετωπίζεται, από τη γενική κατάσταση του ασθενή και από τις ηλεκτρικές παραμέτρους της συσκευής ηλεκτροθεραπείας που χρησιμοποιείται. Κατά προσέγγιση απαιτούνται 10 έως 30 λεπτά θεραπείας.